- πλησμονῆς
- πλησμονήa being filledfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VOMITIONES — in remedium cruditatis excogitatae sunt, canibus primum monstrantibus, teste Pliniô, l. 11. c. 53. et l. 29. c. 4. Et quidem ab Hippocratis tempore mos fuit multorum, ut bis quot mensibus ἐμετικὴν agerent (ut Cicero loquitur l. 13. ad Attic.… … Hofmann J. Lexicon universale
-θέμι — νεοελλ. β συνθετικό λέξεων που λειτουργεί πλέον ως επίθημα που δηλώνει ότι το πρώτο συνθετικό τής λέξης βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία («κοριτσοθέμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. θέμιον (< θέμα < τίθημι), πρβλ. εν θέμιον. Εξελίχθηκε σε επίθημα… … Dictionary of Greek
-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
εναλλοιώ — ἐναλλοιῶ ( όω) (AM) κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν, αλλοιώνω, μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («μὴ ὑπὸ κόρου καὶ πλησμονῆς ἐναλλοιωθῶσιν», Δαμασκ.) … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek